- φιλαγωνιστικός
- φῐλ-ᾰγωνιστικός, ή, όν, = foreg. Sch.Pi.I.4.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλαγωνιστικός — ή, όν, Α [φιλαγωνιστής] φιλάγων* … Dictionary of Greek
φιλαγωνιστικοί — φιλαγωνιστικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)